- ενουρώ
- (ε) αμετ.1) мед. страдать энурезом; 2) мочиться (во что-л.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ενουρώ — (AM ἐνουρῶ, έω) [ουρώ] νεοελλ. (για παιδιά) κατουριέμαι στον ύπνο μου αρχ. μσν. ουρώ μέσα σε κάτι … Dictionary of Greek
ενουρήθρα — ἐνουρήθρα, η και ἐνούρηθρον, το (Α) [ενουρώ] ουροδοχείο … Dictionary of Greek
ενούρηση — Ακούσια εκροή ούρων. Η ε. διακρίνεται από την ακράτεια, η οποία αφορά την απώλεια ελέγχου του σφιγκτήρα της ουροδόχου κύστης από παθολογικά αίτια. Ο όρος ε. χρησιμοποιείται στην παιδιατρική για την ακούσια αποβολή των ούρων κατά τον νυχτερινό… … Dictionary of Greek